χαριεντολογώ

χαριεντολογώ
-έω, Ν
χαριεντίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίεις, -εντος + -λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαριεντολόγημα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαριεντολογώ, χαριέντισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαριεντολογώ. Η λ., στον πληθ. χαριεντολογήματα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”